- καθοσιώμενος
- καθοσιόομαιpres part mp masc nom sg (doric aeolic)καθοσιόωdedicatepres part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκαθοσίωτος — εὐκαθοσίωτος, ον (Α) (για ναό, τέμενος κ.λπ.) καθοσιωμένος, καθιερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθ οσίωτος (< καθοσιώ) πρβλ. α καθ οσίωτος] … Dictionary of Greek